Για πρώτη φορά στην Ελλάδα γονιδιακή θεραπεία σε θαλασσαιμικό ασθενή

Απαλλαγμένος από τις συνεχείς μεταγγίσεις, στις οποίες έπρεπε να υποβάλλεται κάθε 15 ημέρες λόγω Μεσογειακής Αναιμίας (Θαλασσαιμίας), ζει εδώ και 5,5 χρόνια ο 39χρονος Βασίλης, ένας εκπαιδευτικός από το νομό Ημαθίας, ο οποίος στο πλαίσιο κλινικής μελέτης υποβλήθηκε σε γονιδιακή θεραπεία στο νοσοκομείο Παπανικολάου.

Πρόκειται για τον πρώτο ασθενή στην Ελλάδα ο οποίος ιάθηκε υποβαλλόμενος σε γονιδιακή θεραπεία στη Μονάδα Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας και Μονάδα Μεταμοσχεύσεων Αιμοποιητικών Κυττάρων της Αιματολογικής Κλινικής του Παπανικολάου. «Μετά τη θεραπεία άλλαξε η ζωή μου, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα » λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Η θεραπεία αυτή είναι υψηλού κόστους και προς το παρόν δεν είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν δύο τρόποι γονιδιακής θεραπείας με τις οποίες επιτυγχάνεται ίαση της Θαλασσαιμίας και της Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας που διαθέσιμοι στην Αμερική, ενώ ο ένας εξ’ αυτών έλαβε πρόσφατα έγκριση στην Ευρώπη.

Την εμπειρία του από την γονιδιακή θεραπεία αφηγήθηκε ο Βασίλης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ,ενώ η επικεφαλής της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας και Μονάδας Μεταμοσχεύσεων Αιμοποιητικών Κυττάρων του Παπανικολάου, αιματολόγος Ευαγγελία Γιαννάκη, μίλησε για τις γονιδιακές θεραπείες που είναι διαθέσιμες σήμερα. Να σημειωθεί ότι ο Βασίλης και η κ. Γιαννάκη μιλούν σήμερα για τη γονιδιακή θεραπεία στο πλαίσιο της Πανελλήνιας Ενημερωτικής Συνάντησης με θέμα «Ενδοκρινολογία στη Θαλασσαιμία και τη Δρεπανοκυτταρική νόσου» που διοργανώνει στη Θεσσαλονίκη ο Ελληνικός Σύλλογος Θαλασσαιμίας.

«Εγώ ήμουνα εκ γενετής πάσχων Μεσογειακής Αναιμίας. Διαγνώστηκα σε ηλικία 6 μηνών. Ως παιδί έκανα μεταγγίσεις από 1,5 ετών άλλες φορές κάθε 10 άλλες φορές κάθε 15 μέρες, ανάλογα με το πώς κυμαινόταν ο αιματοκρίτης. Η αλήθεια είναι ότι είχα μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία γιατί είμαι από επαρχία έπρεπε να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη για να μεταγγίζομαι. Στα 33 μου χρόνια έγινε αυτή η μελέτη στο Παπανικολάου και μου προτάθηκε να συμμετάσχω γιατί ταίριαζαν ακριβώς τα στοιχεία του αίματός μου. Ήρθα σε επαφή με την κυρία Γιαννάκη μέσω της γιατρού μου στο ΑΧΕΠΑ ,όπου νοσηλευόμουν για πολλά χρόνια. Η κα. Γιαννάκη μού εξήγησε τις λεπτομέρειες και τη διαδικασία γονιδιακής θεραπείας . Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα καλά γιατί ήταν μία δύσκολη διαδικασία. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να γίνει μεταμόσχευση. Θα έπρεπε να κάνω χημειοθεραπεία, να έρθει ο οργανισμός μου στο σημείο ανοσοκαταστολής, στο λεγόμενο σημείο μηδέν, έτσι ώστε να μπορεί να λάβει το νέο μόσχευμα. Ήταν λίγο δύσκολες οι καταστάσεις εκείνες τις ημέρες που λάμβανα τη χημειοθεραπεία. Γενικά ο οργανισμός μου ήταν σε σοκ, κάτι που ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Η αλήθεια είναι ότι άλλα άτομα, όπως οι καρκινοπαθείς με λευχαιμίες κλπ από ανάγκη το περνάνε και δύο και τρεις φορές . Αφού τελείωσαν οι χημειοθεραπείες έφτασε η μέρα να λάβω το νέο μόσχευμα. Το έλαβα και μετά ο οργανισμός μου σιγά σιγά άρχισε να επανέρχεται , ένιωθα όλο και καλύτερα. Όλη η διαδικασία του να μείνω σε ένα δωμάτιο εντατικής θεραπείας, κράτησε 35 μέρες. Μετά ο οργανισμός μου σιγά σιγά επανερχόταν και ο αιματοκρίτης μου άρχισε να ανεβαίνει σταδιακά. Αν θυμάμαι καλά έξι μήνες μετά έφτασε σε επίπεδα ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Οι μεταγγίσεις είχαν τελειώσει περίπου 5 με 10 ημέρες αφότου βγήκα από την κλινική. Νομίζω ήταν αρχές Νοεμβρίου του 2018 η τελευταία μετάγγιση που έκανα. Από κει και μετά δεν ξαναέκανα. Μετά από αυτό ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα . Ήταν ένα όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα. Από τότε που ήμουν μικρός μας λέγανε στη Μονάδα στο ΑΧΕΠΑ ότι θα έρθει κάποτε η γονιδιακή θεραπεία. Το ονειρευόμουν ότι θα γίνει και τελικά έγινε», αναφέρει ο Βασίλης, ο οποίος μετά τη θεραπεία, το 2021, απέκτησε δύο παιδιά στα οποία είναι αφοσιωμένος.

Παράλληλα σημειώνει πως θα ήθελε όλοι οι ασθενείς με Μεσογειακή Θεραπεία να επωφεληθούν από τη γονιδιακή θεραπεία και η Πολιτεία να τους στηρίξει ώστε να απαλλαγούν από την πάθηση. «Θα ήθελα όλοι οι ασθενείς να μπορούν να επωφεληθούν από αυτή τη θεραπεία και νιώθω ότι έχω βάλει ένα λιθαράκι γιατί όλο αυτό ήταν μια μελέτη στην τρίτη και τελευταία φάση. Νιώθω ότι έχω βοηθήσει κι εγώ να γίνει πραγματικότητα», προσθέτει ο 39χρονος εκπαιδευτικός.

Πώς γίνεται η γονιδιακή θεραπεία;

Η κ. Γιαννάκη από την πλευρά της σημειώνει ότι η γονιδιακή θεραπεία έχει δώσει εξαιρετικά επιτυχημένα αποτελέσματα στη θεραπεία της Μεσογειακής Αναιμίας και της Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας με δύο διαφορετικούς τρόπους, όσον αφορά την γενετική τροποποίηση των κυττάρων των ασθενών. «Η θεραπεία γίνεται με δύο διαφορετικούς τρόπους όσο αναφορά το πώς τροποποιούνται γενετικά τα κύτταρα των ασθενών, η διαδικασία όμως παραμείνει ίδια για τον ασθενή. Και οι δύο τρόποι είναι εξαιρετικά επιτυχείς. Στη μία περίπτωση γίνεται η μεταφορά του φυσιολογικού γονιδίου μέσα στα πάσχοντα κύτταρα του ασθενούς. Η άλλη προσέγγιση είναι ότι επεμβαίνουμε σε κάποιο σημείο στο γονιδίωμα του ασθενούς και εκεί τροποποιούμε εκείνο το σημείο έτσι ώστε ο ασθενής να εκφράζει την εμβρυική αιμοσφαιρίνη, η οποία φυσιολογικά μετά τη γέννησή μας αποσιωπάται. Θέλουμε την επανενεργοποιήσουμε την εμβρυική αιμοσφαιρίνη γιατί οι άνθρωποι που έχουν τη μετάλλαξη αυτή ,με την οποία παραμένει και δεν αποσιωπάται η εμβρυική αιμοσφαιρίνη και στην ενήλικη ζωή, έχει βρεθεί ότι όταν έχουν και Θαλασσαιμία χρειάζονται μεταγγίσεις. Άρα ένας τρόπος να θεραπεύσουμε τη Θαλασσαιμία είναι να αυξήσουμε την εμβρυική αιμοσφαιρίνη. Αυτοί είναι οι δύο τρόποι με τους οποίους προσεγγίζουμε τη θεραπεία της Μεσογειακής Αναιμίας και της Δρεπανοκυτταρικής με γονιδιακή θεραπεία. Στην Ελλάδα δύο ασθενείς έλαβαν με τον πρώτο τρόπο προϊόν γονιδιακής θεραπείας στο πλαίσιο κλινικής μελέτης και ο ένας είναι εδώ και 5,5 χρόνια χωρίς μεταγγίσεις, ο άλλος είναι 5 χρόνια χωρίς μεταγγίσεις και σήμερα και οι δύο είναι πολύ καλά» αναφέρει η κ. Γιαννάκη.

Η διαδικασία της θεραπείας

Η διαδικασία της θεραπείας αρχίζει με την λευκαφαίρεση, δηλαδή αφαιρούνται από τον ασθενή αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα, τα οποία τροποποιούνται γενετικά στο εργαστήριο και στη συνέχεια χορηγούνται στον ασθενή ο οποίος έχει προηγουμένως υποβληθεί σε χημειοθεραπεία «Η λογική της χημειοθεραπείας είναι να καταστρέψει τον ενδογενή θαλασσαιμικό ή δρεπανοκυτταρικό μυελό και να δώσει την ευκαιρία στα «διορθωμένα» κύτταρα να εγκατασταθούν και να παράξουν μετά φυσιολογικές σειρές του αίματος. Οπότε αυτή είναι η διαδικασία για τον ασθενή και είναι ίδια είτε κάνουμε τη γενετική τροποποίηση με την μια περίπτωση που βάζουμε το φυσιολογικό γονίδιο , είτε την κάνουμε με την άλλη που αυξάνουμε την εμβρυική αιμοσφαιρίνη. Η θεραπεία αυτή γίνεται σε ηλικίες άνω των 12 ετών. Θεωρητικά μπορεί να γίνει σε όλες τις ηλικίες αρκεί βέβαια να πληρούν κάποια κριτήρια επιλεξιμότητας με την έννοια του να είναι σε καλή κατάσταση που να μπορούν να αντέξουν μια χημειοθεραπεία. Δηλαδή η ηλικία δεν είναι τόσο το θέμα όσο η συνολική κατάσταση των οργάνων του ασθενούς γιατί και αυτοί οι ασθενείς επιβαρύνονται πάρα πολύ από τη χρόνια εναπόθεση σιδήρου, οπότε μπορεί να έχουν καρδιολογικά προβλήματα, ηπατικά κλπ», εξηγεί η κα. Γιαννάκη.

Σε ποιες χώρες είναι διαθέσιμη η θεραπεία;

Παράλληλα σημειώνει ότι σήμερα στην Αμερική είναι διαθέσιμοι και οι δύο τρόποι θεραπείας ενώ στην Ευρώπη έχει μόλις πάρει άδεια η θεραπεία που αυξάνει την εμβρυική αιμοσφαιρίνη. «Στην Ελλάδα δεν είναι διαθέσιμη και δεν ξέρουμε πότε θα μπορεί να είναι διαθέσιμη καθώς νομίζω ότι έχουν προτεραιοποιηθεί άλλες χώρες για τη διάθεσή της. Το άλλο τεράστιο θέμα είναι το οικονομικό γιατί αυτές οι θεραπείες κοστίζουν πάνω από δύο εκατομμύρια για έναν ασθενή. Βεβαίως είναι μια θεραπεία που χορηγείται μία φορά και κρατάει δια βίου αλλά το κόστος είναι τεράστιο όταν πρέπει να πληρωθεί εφάπαξ και προκαταβολικά για όλους τους ασθενείς. Μπορεί αυτό το κόστος να μην υπερβαίνει το συνολικό κόστος νοσηλείας και φαρμακοθεραπείας συμπεριλαμβανομένων των μεταγγίσεων των ασθενών με Μεσογειακή Αναιμία και των δρεπανοκυτταρικών ασθενών που ξεκινούν να χρειάζονται μεταγγίσεις, φάρμακα ,νοσηλείες από βρεφική ηλικία μέχρι την ηλικία που θα πεθάνουν. Αυτό το κόστος αν το υπολογίσουμε είναι ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερο από τα δύο εκατομμύρια, αλλά δεν παύει να είναι ένα κόστος το οποίο το σύστημα υγείας του κάθε κράτους θα πρέπει να το πληρώσει» σημειώνει η κα. Γιαννάκη.